- φακή
- η1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή.2. ο καρπός αυτού του όσπριου.3. φαγητό με αυτό το όσπριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek